- κληδόνισμα
- κληδόνισμα, τὸ (Α) [κληδονίζω]μαντικό σημείο, οιωνός («ὑπὸ πονηρῷ τῷ πρώτῳ καὶ δυσφήμῳ κληδονίσματι», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κληδονίσματι — κληδόνισμα sign neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)